δικατάληκτος

δικατάληκτος
δι-κατά-ληκτος, doppelt katalektisch (vom Metrum)

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δικατάληκτος — ο (AM δικατάληκτος, ον) γραμμ. 1. αυτός που έχει δύο καταλήξεις («δικατάληκτον ἴς και ἴν») 2. «δικατάληκτο επίθετο» αυτό που έχει κοινή κατάληξη για το αρσ. και θηλ. γένος και διαφορετική για το ουδ. (π.χ. «ένδοξος, ον») 3. (μετρ.) ο συνθεμένος… …   Dictionary of Greek

  • δικατάληκτος — η, ο 1. λέξη με δύο καταλήξεις. 2. για επίθετα, αυτά που έχουν κοινή κατάληξη για το αρσενικό και το θηλυκό γένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικατάληκτον — δικατάληκτος having two masc/fem acc sg δικατάληκτος having two neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαταλήκτοις — δικατάληκτος having two masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαταλήκτων — δικατάληκτος having two masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικατάληκτα — δικατάληκτος having two neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαταληξία — δικαταληξία, η (Α) γραμμ. [δικατάληκτος] η ύπαρξη δύο καταλήξεων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”